προσοφείλειν

προσοφείλειν
προσοφείλω
owe besides
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσοφείλω — Α 1. οφείλω, χρωστώ σε κάποιον κάτι ακόμη («διακόσια τάλαντα προσοφείλειν», Πλούτ.) 2. υστερώ 3. μτφ. χρωστώ επιπρόσθετη ευγνωμοσύνη για μια ακόμη ευεργεσία ή χάρη που μού έγινε («προσοφείλοντές σοι ἄλλας χάριτας», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”